- ψευδομόρφωση
- η, Ν(ορυκτ.) ο μετασχηματισμός ενός ορυκτού σε άλλο, το οποίο διατηρεί την ίδια εξωτερική μορφή, αλλ. ψευδομορφισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudomorphose < pseudo- (< ψευδ[ο]-*) + morphose (< μόρφωση < μορφή + κατάλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.